- δυστροπώ
- δυστρόπησα, είμαι δύστροπος: Δυστροπεί να δεχτεί τους όρους μας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δυστροπώ — ( έω) είμαι δύστροπος, φέρνομαι δύστροπα … Dictionary of Greek
δυστρόπῳ — δύστροπος ill conditioned masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστρόπωι — δυστρόπῳ , δύστροπος ill conditioned masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπληρώνω — πληρώνω δύσκολα τα χρέη μου, δυστροπώ στην εξόφληση τών οφειλών μου, είμαι κακοπληρωτής … Dictionary of Greek
κακύνω — (AM) μσν. 1. (αμτβ.) α) κάνω πονηρά σχέδια β. σφάλλω, αμαρτάνω γ. μετανοώ για κάτι καλό που έκανα 2. (μτβ.) τιμωρώ, καταδικάζω 3. φρ. «κακύνω το μάτι μου σε κάποιον» βλέπω κάποιον με κακή διάθεση αρχ. 1. (και με ηθική σημ.) βλάπτω, φθείρω 2. (για … Dictionary of Greek
κατσιποδιάζω — [κατσιποδιά] 1. γίνομαι δύστροπος, δυστροπώ 2. μεμψιμοιρώ χωρίς αιτία, γκρινιάζω χωρίς λόγο 3. (για υποθέσεις εμπορίου, επιχειρήσεων κ.λπ.) αντιμετωπίζω δυσχέρειες 4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατσιποδιασμένος, η, ο κακορίζικος … Dictionary of Greek
μουτσουτσούνια — μουτσουτσούνια, τὰ (Μ) 1. πείσματα, παιχνιδίσματα, νάζια 2. φρ. «κάμνω μουτσουτσούνια» προσποιούμαι τον θυμωμένο, κάνω πείσματα, δυστροπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ιδιωματική λ., πιθ. από το ουσ. μούτσουνο(ν), με εκφραστικό διπλασιασμό τής συλλαβής … Dictionary of Greek
τσινώ — τσίνησα, τσινισμένος 1. αμτβ., (για ζώα), κλοτσώ, τινάζω τα πόδια προς τα πίσω, λακτίζω. 2. μτφ. (για ανθρώπους), ερεθίζομαι, εξοργίζομαι, δυσανασχετώ, δυστροπώ: Τσίνησε όταν του θύμισαν την παλιά καταδίκη του. 4. μτβ., εξοργίζω, ερεθίζω, τσιγκλώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)